- επικόμβια
- ἐπικόμβια και ἐπικόμπια, τὰ (Μ) [κομβίον]1. χρυσά ή ασημένια νομίσματα που έριχναν στον λαό δεμένα μέσα σε κόμπους μαντηλιών την ημέρα τής στέψεως τού αυτοκράτορα2. γεν. κομποδέματα, μαντήλια, μέσα στα οποία έδεναν χρήματα σε κόμπους.
Dictionary of Greek. 2013.